Ήμουνα ξεμούδιαστος κι η δροσιά με ζωογονησε. Ήταν ωρα βα μπω ζυγό της πορείας για την Αθήνα. Ο ήλιος ήταν χαμάλα και φυσούσε η θάλασσα. Η θεά της με απαλυνε. ¨Ηταν σαν ένα απέραντο χαϊδευτικό στο χέρι. Άχνιζε αλαφρά εκεί κάτω, γιομάτη υπόσχεση για ταξίδια. Η Θάλασσα με τα ταξ΄δια της..Αυτή δε κουράζει. Πάντα έχει να σου δώσει κάτι καινούριο. Ποτέ δεν περνάς για δεύτερη φορά απ΄ τον ίδιο δρόμο. Ανοίγει νέο. Τις χαιρέτησε απ΄το ύψος μου μ΄ ένα κλαρί απο πεύκο. Θα' ρθω γρήγορα. Να με πάρεις να με πας όπου εσύ θέλεις...